- παραστάτῃ
- παραστάτηςone who stands bymasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραστάτης — ο θηλ. παραστάτιδα 1. αυτός που βρίσκεται κοντά, βοηθός, υπερασπιστής, συνοδός, παραστεκούμενος: Παραστάτες της Σημαίας. – Μου στάθηκε βοηθός και παραστάτης στις δύσκολες στιγμές. 2. το πλαϊνό του ανοίγματος της πόρτας, αλλιώς παραστάδα: Έτσι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)